- ἐπιτύχω
- ἐπιτυγχάνωhit the markaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
επιδιώκω — (AM ἐπιδιώκω) νεοελλ. προσπαθώ με επιμονή να επιτύχω κάτι, επιζητώ αρχ. μσν. καταδιώκω αρχ. 1. κινώ νέα αγωγή 2. διηγούμαι, απαγγέλλω στη συνέχεια … Dictionary of Greek
επιζητώ — (AM ἐπιζητῶ, έω) επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῡσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.) αρχ. 1. αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῑσον», Ηρόδ.) 2. ερευνώ περαιτέρω … Dictionary of Greek
ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… … Dictionary of Greek
μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά … Dictionary of Greek